Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Θάσου- Μέρος Α'

Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Θάσου- Μέρος Α' Φωτογραφία από το χωριό Παναγία Θάσου/ (Πηγή φωτογραφίας: wikipedia: "Panagia Gebäude 2 C" by Gerhard Haubold - Own work. Licensed under Creative Commons Attribution-Share Alike 3.0 via Wikimedia Commons - http://commons.wikimedia.org/wiki/File:Panagia_Ge

Φοιτητική εργασία του τμήματος αρχιτεκτόνων ΑΠΘ*

Συνοπτική ιστορία του νησιού

Η Θάσος ονομαζόταν "Αιθρία", λόγω του αίθριου ουρανού, "Αερίνα" λόγω του δροσερού καλοκαιριού, "Χρυσή" για το χρυσάφι της και "Ήδωνις" (Όδωνις) από τους Όδωνες Θράκες.

  • Πρώτοι κάτοικοι ήταν οι Κάρες από τη Μικρά Ασία και οι Ήδωνες-Θράκες. Στοιχεία της παρουσίας τους χρονολογούνται από την τελευταία περίοδο της εποχής του Χαλκού (πριν το 1150 πΧ).
  • Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στο νησί οι Φοίνικες, που ήρθαν με αρχηγό τον Θάσο. Στους Φοίνικες οφείλονται τα τοπωνύμια Αίνυρα και Κοίνυρα και η ανακάλυψη των μεταλλείων του νησιού.
  • Από τον 6ο έως τον 4ο π.Χ αιώνα, το νησί βρίσκεται στο ζενίθ της ανάπτυξής του. Κατά τους χρόνους αυτούς, οι κάτοικοι είχαν έντονη πολεμική δραστηριότητα, ίδρυσαν αποικίες στα απέναντι παράλια της Μακεδονίας, ενίσχυσαν αμυντικά το νησί με τείχη και στόλο αλλά δέχτηκαν και πολλές επιθέσεις. Ίωνες, Αιολείς, Αθηναίοι, Πελοποννήσιοι είναι μερικοί μόνο από τους πολιορκητές και κατακτητές της Θάσου.
  • Ο Φίλιππος Β΄(358-336 π.Χ) κατέκτησε τη Θάσο και οι κάτοικοι συμμετείχαν στις εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου.
  • Ακολούθησε η Ρωμαϊκή κατάκτηση και η διάδοση του Χριστιανισμού.
  • Τη Ρωμαϊκή εποχή ακολούθησε η Βυζαντινή εποχή. Τα χρόνια είναι ταραγμένα καθώς πολλοί εχθροί πολιορκούν και κατακτούν τη Θάσο. Επιπλεόν, από τον 7ο μ.Χ αιώνα αρχίζουν οι πειρατές να απειλούν το νησί, να λεηλατούν τα παράλια, να παίρνουν ακόμη και κατοίκους για να τους πουλήσουν ως σκλάβους. Από το 961 έως το 1204 η Θάσος ανήκει και πάλι στην Βυζαντινή αυτοκρατορία.
  • Οι Φράγκοι κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη το 1204. Την περίοδο της Φραγκοκρατίας η Θάσος καταλαμβάνεται από τους Βενετούς.
  • Το 1261 η Θάσος επανέρχεται στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ωστόσο, διάφοροι επιδρομείς συνεχίζουν να πολιορκούν και να κατακτούν ανά διαστήματα το νησί. Στα 1306 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος παραχώρησε τη Θάσο στον τυχοδιώκτη γενοβέζο Φραντσίσκο Γκατελούζο.
  • Το 1455 η Θάσος κατακτήθηκε από τους Τούρκους. Ακολούθησε περίοδος σχετικής ηρεμίας.
  • Στο τέλος του 17ου αιώνα ξαναφουντώνει η πειρατεία. Σικελοί, Βένετοι, Γενουάτες, Σλάβοι, Καταλανοί, Ισπανοί ακόμη και Έλληνες πειρατές ρημάζουν το νησί. Η μάστιγα των πειρατών κράτησε μέχρι τον 18ο αιώνα.
  • Το 1813 η Θάσος πέρασε στα χέρια των Αιγυπτίων και του Μωχάμετ Αλή. Ο Μωχάμετ Αλή, έδωσε πλήρη ελευθερία στο νησί και ελάττωσε τους φόρους, καθώς ήταν συναισθηματικά δεμένος με τον τόπο. Είχε μεγαλώσει στο Ραχώνι, σε ελληνική οικογένεια.
  • Η Θάσος πήρε μέρος στη μεγάλη του γένους επανάσταση με αρχηγό τον Χατζηγιώργη από το Θεολόγο. Η συνθήκη του Βουκουρεστίου, επικύρωσε την ένωση με την Ελλάδα.

Γεωμορφολογία του νησιού. Η απόσταση μεταξύ της Θάσου και των παραλίων της Μακεδονίας είναι μικρότερη των 8 χιλιομέτρων. Η επιφάνεια του νησιού είναι ορεινή με πυκνά δάση, κυρίως πεύκα. Τα δάση της Θάσου είναι γνωστά από την αρχαιότητα, καθώς εξάγονταν άφθονη ξυλεία. Σημαντικός είναι και ο ορυκτός πλούτος της Θάσου. Το λευκό μάρμαρο χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή ναών και δρόμων, ενώ στα Κοίνυρα και στα Αίνυρα βρίσκονταν κοιτάσματα χρυσού.

Δημιουργία των οικισμών της Θάσου: Ο πληθυσμός του νησιού ήταν στο μεγαλύτερο μέρος του Ελληνικός. Τον 15ο αιώνα, Κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες, μετά την άλωση, κατέφυγαν στο νησί και έκτισαν κοντά το Θεολόγο δύο συνοικισμούς. Μέχρι σήμερα διασώζονται στο νησί, ονόματα βυζαντινής προελεύσεως, όπως Κομνηνός, Λάσκαρης, Δούκας, Φωκάς.

Κατά τα αρχαία χρόνια, στα παράλια της Θάσου υπήρχε εκτεταμένη κατοίκηση, για παράδειγμα στο Λιμένα. Ωστόσο, η πειρατεία ανάγκασε τους κατοίκους να μετακινηθούν στην ενδοχώρα και να εγκαταλείψουν τα παράλια. Οι κάτοικοι λοιπόν, αναγκάστηκαν να αναζητήσουν νέες τοποθεσίες για τη δημιουργία των χωριών τους. Οι τοποθεσίες αυτές θα έπρεπε να είναι αθέατες από τη θάλασσα αλλά ταυτόχρονα να έχουν πρόσβαση σε νερό. Για παράδειγμα, το χωριό Παναγία, ήταν καλά κρυμμένο μέσα στα βουνά, αθέατο απο τη θάλασσα, ενώ είχε πρόσβαση σε άφθονο νερό. Ακόμη και σήμερα τρέχουν τα νερά των πηγών μέσα στο χωριό. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει γίνει επέκταση του οικισμού και πλεόν τα νεότερα κτίσματα είναι ορατά από τη θάλασσα. Βέβαια, ο παλιός οικισμός ήταν καλά κρυμμένος μέσα στα βουνά. Για αυτό, το λόγο υπήρχε και έλλειψη διαθέσιμου χώρου και τα σπίτια κτίζονταν το ένα πολύ κοντά στο άλλο, χωρίς αυλές.

Ήδη από τα 1444-5, υπάρχουν αναφορές για τα χωριά Κάστρο, Καλλιράχη, Αναστάσιο, Ποτάμιο, Χοίναιρο. Αργότερα αναφέρονται οι Μαριές, ο Θεολόγος, το Ραχώνι και το Καζαβίτι. Παρόλο, που η πειρατεία ανάγκαζε του κατοίκους να μένουν στην ενδοχώρα, η θαλάσσια επικοινωνία ήταν απαραίτητη (έστω και σε μικρό βαθμό). Άλλωστε πολλά γόνιμα εδάφη βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα και έπρεπε να καλλιεργηθούν. Για τις μικρές ανάγκες του εμπορίου, οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν το λιμάνι του συνοικισμού Λιμένα, που το είχαν οχυρώσει κατάλληλα. Επίσης, δημιουργήθηκαν μικροί οικισμοί, για εποχιακή εγκατάσταση, όπως για παράδειγμα οι «καλύβες» ή «καλύβια». Υπολείμματα τέτοιων εγκαταστάσεων σώζονται στην Αστρίς, στην Αλυκή, στα Κοίνυρα, στα Λιμενάρια και στον Πρίνο. Οι καλύβες κατασκευάζονταν από πέτρα και ξύλο, δηλαδή από υλικά που μπορούσαν να βρεθούν τοπικά.

παραλία των Αλυκών σε φωτογραφία του 1958. Ο οικοσμός αποτελούνταν από καλύβες για την προσωρινή διαμονή των ψαράδων. Σήμερα, οι καλύβες έχουν μετατραπεί σε θερινές κατοικίες και η παραλία είναι πολυσύχναστη. (πηγή φωτογραφίας: "Aliki (1958) 2 C" by Gerhard Haubold - Own work. Licensed under Creative Commons Attribution-Share Alike 3.0 via Wikimedia Commons - σύνδεσμος

Τα τελευταία χρόνια, μετά το τέλος της πειρατείας, άρχισαν να αναπτύσσονται οι σκάλες, όπως η σκάλα Παναγίας, η σκάλα Ποταμιάς, η σκάλα Καλλιράχης κλπ. Οι σκάλες αποτελούν τον παραθαλάσσιο οικισμό ενός χωριού. Στις αρχές του 20ου αιώνα, ιδρύθηκαν τα Λιμενάρια. Το κοντινό χωριό Κάστρο εγκαταλείφθηκε αφού οι κάτοικοι αναζήτησαν εργασία στα μεταλλεία της παραλίας των Λιμεναρίων.

Η Θάσος παρά τη ξυλεία που είχε, δεν ανέπτυξε εμπορικό στόλο, ίσως λόγο του φόβου των πειρατών αλλά και της ιδιοσυγκρασίας των κατοίκων. Η οικονομία της παρέμεινε κλειστή, γεωργική και κτηνοτροφική με σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών των κατοίκων. Ως εκ τούτου, το νησί παρέμεινε φτωχό, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στην αρχιτεκτονική του. Για παράδειγμα, σε σύγκριση με τη Χίο, οι κάτοικοι του οποίου ασχολήθηκαν με τη ναυτιλία, η Θάσος έχει ελάχιστα αρχοντικά σπίτια και σχεδόν κανένα τριώροφο σπίτι. Η βασική επαφή των κατοίκων με τον έξω κόσμο ήταν με το Άγιο Όρος, ενώ, μερικά από τα μεγαλύτερα κτίρια στο νησί ήταν τα μετόχια (για παράδειγμα στο Θεολόγο και στο Καζαβίτι).

Τα ονόματα και τα τοπωνύμια

Τα ονόματα των χωριών και τα τοπωνύμια αποκαλύπτουν πολλές φορές στοιχεία για τη μορφολογία του τόπου, για την ιστορία του ή το λόγο που επιλέχτηκε η συγκεκριμένη τοποθεσία. Μερικά παραδείγματα είναι τα παρακάτω:

  • Το όνομα του χωριού Αστρίς σχετίζεται με ιερότητα η μαγεία.
  • Το όνομα του χωριού Κάστρο δηλώνει κάποιο αρχαίο κτίσμα ή μια οχυρωμένη τοποθεσία.
  • Το όνομα του χωριού Ποταμιά σχετίζεται με τις πολλές πηγές και τα ποτάμια που περνούν μέσα από το χωριό.
  • Το όνομα του χωριού Παναγία (ή Αναστάσιο) και του χωριού Αγ. Γεώργιος σχετίζονται με κάποιο θρησκευτικό κτίσμα.
  • Τα ονόματα των χωριών Καλλιράχη και Ραχώνι δηλώνουν ικανοποιητική μορφολογία εδάφους.
  • Τα ονόματα Λιμένας και Λιμενάρια σχετίζονται με το λιμάνι.
  • Το όνομα Πρίνος πιθανόν να δηλώνει την ύπαρξη πουρναριών στην περιοχή.

Ο Πολεοδομικός ιστός των οικισμών.

Όπως και στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας, έτσι και στη Θάσο η γεωμορφολογία της τοποθεσίας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση των οικισμών.

Οι οικισμοί του θεολόγου, του Σωτήρα και της Ποταμιάς ακολουθούν γραμμική ανάπτυξη, δεν έχουν δηλαδή μια κεντρική πλατεία. Ωστόσο, το ρόλο της πλατείας αναλαμβάνει συνήθως ο χώρος γύρω από την εκκλησία. Για παράδειγμα στο Θεολόγο, σχηματίζονται τέσσερις κεντρικοί δρόμοι, παράλληλοι μεταξύ τους, που ακολουθούν τις ισοϋψείς καμπύλες του εδάφους. Οι παράλληλοι δρόμοι ενώνονται με μικρούς εγκάρσιους, ιδιαίτερα ανηφορικούς δρόμους. Στο χωριό Σωτήρας, υπάρχει ένα κεντρικός δρόμος που ακολουθεί τις καμπύλες του εδάφους. Αντίθετα, στα χωριά Παναγιά, Ραχώνι, Καζαβίτι, Μαριές, Καλλιράχη η οργάνωση γίνεται γύρω από μια κεντρική πλατεία. Στην πλατεία αυτή καταλήγουν και όλοι οι δρόμοι του χωριού.

Ο δρόμος που ένωνε τους οικισμούς μεταξύ τους περνούσε μέσα από την πλατεία των χωριών Σήμερα, αυτό δεν είναι τόσο εμφανές καθώς πολλοί παλιοί δρόμοι που ένωναν τους οικισμούς μεταξύ τους δε χρησιμοποιούνται πια. Για παράδειγμα, τα χωριά Θεολόγος, Ποταμιά και Παναγία, ενώνονταν με χωματόδρομο μέσα στο δάσος, αλλά αυτός ο δρόμος δεν χρησιμοποιείται πια.

Τα στενά σοκάκια: Στα χωριά της Θάσου, αλλά και στα περισσότερα ορεινά χωριά της Ελλάδας, οι δρόμοι δεν είναι ευθείς αλλά σχηματίζουν καμπύλες που μοιάζουν με την κίνηση του φιδιού. Η μορφή αυτή, οφείλεται κατά βάση στη γεωμορφολογία του τόπου. Δηλαδή, ο δρόμος ακολουθεί τη μορφολογία του εδάφους. Υπάρχει και μια δεύτερη πιθανή εξήγηση. Οι δρόμοι κατασκευάζονται οφιοειδείς, έτσι ώστε να μην υπάρχει μεγάλο πεδίο σκόπευσης σε περίπτωση εισβολής από κάποιο εχθρό. Από την άλλη, λόγο έλλειψης χώρου (θυμηθείτε ότι ο οικισμός έπρεπε να παραμένει αθέατος από τη θάλασσα), τα σπίτια κτίζονταν το ένα πολύ κοντά στο άλλο με αποτέλεσμα οι δρόμοι να είναι εξαιρετικά στενοί. Τα περισσότερα σοκάκια ήταν λιθόστρωτα (καλντερίμια). Σήμερα, τα περισσότερα παραδοσιακά καλντερίμια έχουν καταστραφεί και στην καλύτερη περίπτωση οι δρόμοι έχουν στρωθεί με σχιστόπλακες ενώ στη χειρότερη με τσιμέντο.

Λιθόστρωτο καλντερίμι που οδηγεί από την πλατεία στην εκκλησία του χωριού Παναγία σε φωτογραφία του 1957. (πηγή φωτογραφίας: "Panagia Auffahrt C" by Gerhard Haubold - Own work. Licensed under Creative Commons Attribution-Share Alike 3.0 via Wikimedia Commons - σύνδεσμος)

Ο προσανατολισμός των σπιτιών. Ο προτιμητέος προσανατολισμός είναι ο Νότιος. Λόγω του φόβου των πειρατών αλλά και λόγω της γεωμορφολογίας του νησιού, μερικοί οικισμοί επιλέχτηκαν σε θέσεις που δεν είχαν ευνοϊκό προσανατολισμό. Έτσι, για παράδειγμα στην Παναγία και στην Ποταμιά, ο προσανατολισμός του χωριού είναι ανατολικός. Το Ραχώνι είναι στραμμένο βορειοδυτικά, λόγω της μορφολογίας του τόπου.

Βιβλιογραφία:

  • Στεφάνου, Ν. Σ., Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Θάσος, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1990.
  • Χρηστος Ιακωβίδης, Χ.Ι, 1982. Νεοελληνική Αρχιτεκτονική και Αστική Ιδεολογία. 1st ed. Αθήνα: εκδόσεις Δωδώνη.
  • Μουτσόπουλος, Ν. Κ., Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική της Μακεδονίας 15ος- 19ος αιώνας, εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993.
  • Μουτσόπουλος Ν.Κ., Η Αρχιτεκτονική προεξοχή, Το σαχνισί ,Συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Επιστημονικά! πραγματείαι, Σειρά φιλολογική και θεολογική, Αρ. 17, Θεσσαλονίκη 1988.

Σχετικά Άρθρα

  • Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Θάσου- Μέρος Β' Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Θάσου- Μέρος Β'

    Η γεωμορφολογία, το κλίμα του νησιού και τα διαθέσιμα υλικά είναι όμοια με της Ηπειρωτικής Μακεδονίας. Άλλωστε, το νησί βρίσκεται γεωγραφικά σε εγγύτητα με την Ηπειρωτική Μακεδονία. Ως εκ τούτου, η παραδοσιακή ή λαϊκή αρχιτεκτονική είναι όμοια με την Θρακο-Μακεδονική αρχιτεκτονική, αν και υπάρχουν τοπικές ιδιομορφίες, λόγω της αποκοπής του νησιού από τη θάλασσα. Η Θάσος λοιπόν δεν έχει ούτε νησιώτικη, ούτε πρωτότυπη παραδοσιακή αρχιτεκτονική αλλά ακολουθεί τη θρακομακεδονική αρχιτεκτονική με τοπικές ιδιομορφίες.

    Οι παλαιότερες εντοιχισμένες επιγραφές σε κτίσματα απαντώνται στο Καζαβίτι (1807, μετόχι, Ιερά μονή Εσφιγμένου), στο Θεολόγο (1813, αρχοντικό Χατζηγεωργίου), στις Μαριές (1822 και 1844, οικία κληρονόμων Μαρίας Παπαϊωάννου). Οι επιγραφές πληθαίνουν από τα μέσα του 19ουαιώνα στην Παναγία, Ποταμιά, Κάστρο, Σωτήρας, Καλλιράχη κλπ.

    Τυπολογία κάτοψης

    Στην Θάσο συναντώνται κατά κύριο λόγο, οι παρακάτω τύποι κατοικιών.

    Πλατυμέτωπες κατοικίες:

    Το χαγιάτι καταλαμβάνει όλο το πλάτος της όψεως. Σε επόμενο στάδιο εξέλιξης, οι πλάγιοι τοίχοι προχωρούν και προφυλάσσουν το χαγιάτι από τα πλάγια.

    Κάτοψη σε σχήμα Γ:

    Το εγκάρσιο σκέλος προβάλει στον όροφο και στο επίμηκες διαμορφώνεται το χαγιάτι.

    Κάτοψη σε σχήμα Π:

    Δύο τοίχοι προχωρούν μπροστά από την οικοδομική γραμμή σχηματίζοντας δύο σκέλη. Ανάμεσα στους δύο όγκους, διαμορφώνεται συχνά το χαγιάτι.

    Τετράγωνη/ Ορθογώνια κάτοψη:

    Τα νεότερα κτίσματα είναι κλειστά σαν όγκοι, συνήθως διώροφα. Ανοίγματα δημιουργούνται προς όλους τους προσανατολισμούς. Η προτίμηση, προς αυτόν τον τύπο εκδηλώνεται στη διάρκεια του Β’ μισού του 19ουαιώνα, στους αστικοποιημένους, νεότερους οικισμούς (πχ. στο Λιμένα και στα Λιμενάρια).

    Καλύβες:

    Οι καλύβες ήταν μονώροφα κτίσματα, με σχεδόν τετράγωνη κάτοψη, ένα δωμάτιο και ένα τζάκι στη μέση του τοίχου. Τα καλλιεργήσιμα χωράφια, οι ελαιώνες και φυσικά η θάλασσα, ήταν πολλές φορές μακριά από το ορεινό χωριό και έτσι οι κάτοικοι έκτιζαν αυτές τις καλύβες για εποχική εγκατάσταση. Πολλοί από τους σημερινούς, παραθαλάσσιους οικισμούς διαμορφώθηκαν σε περιοχές που προϋπήρχαν καλύβες, όπως για παράδειγμα οι Αλυκές. Οι Αλυκές, δηλαδή δεν ήταν ένα χωριό μόνιμης εγκατάστασης αλλά ένας εποχιακός οικισμός ψαράδων.

    Χρήσεις της κατοικίας:

    Η κατοικία δε χρησιμοποιούνταν μόνο για τη στέγαση της οικογένειας, αλλά και για την αποθήκευση γεωργικών προϊόντων, για τη στέγαση των ζώων, για αποθήκευσης ξύλων, εργαλείων κτλ. Οι ισόγειοι και ημιυπόγειοι χώροι (Ο χώρος αυτός ονομάζεται κατώι) λειτουργούσαν ως στάβλοι και ως αποθήκες, ενώ οι όροφοι λειτουργούσαν ως η κύρια κατοικία της οικογένειας. Οι χώροι υγιεινής δεν κατασκευάζονταν εντός της οικίας, αλλά είτε διαμορφώνονταν εξωτερικά είτε δεν υπήρχαν καθόλου. Η πρόσβαση στον 1ο όροφο (στην κατοικία) γίνονταν με κλίμακες, είτε εξωτερικές είτε εσωτερικές. Αν υπήρχε χαγιάτι η σκάλα συνδεόταν οπωσδήποτε με το χαγιάτι. Η καταπακτή που έφραζε την σκάλα ονομαζόταν γκλαβανή.

    Γενικά η Θάσος δεν φαίνεται να είχε πλούσια σπίτια και μεγάλα αρχοντικά. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοικιών ήταν αγροτικά σπίτια φτωχών οικογενειών. Στα πλούσια σπίτια ωστόσο, μπορεί να συναντήσει κανείς οροφές με πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο και ανάγλυφους σχηματισμούς.

    Το χαγιάτι:

    Το χαγιάτι αποτελεί ένα ημί-υπαίθριο χώρο ή έναν εξώστη (μπαλκόνι). Στηρίζεται σε οριζόντια δοκάρια που με τη σειρά τους στηρίζονται σε κατακόρυφα, ξύλινα υποστηλώματα που φτάνουν στο έδαφος. Τα οριζόντια δοκάρια στηρίζονται από τη μία μεριά στον πέτρινο τοίχο και από την άλλη στα κατακόρυφα ξύλα. Το χαγιάτι, είναι συνήθως στεγασμένο.

    Το σαχνισί:

    Το σαχνισί αποτελεί μια προεξοχή που γίνεται στον όροφο ενός κτίσματος. Η χρήση του είναι πολύ έντονη στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Θάσου. Το σαχνισί κατασκευάζονταν για να μεγαλώσει τους εσωτερικούς χώρους του πάνω ορόφου, καθώς λόγω έλλειψης διαθέσιμου χώρου τα σπίτια κατασκευάζονταν το ένα πολύ κοντά στο άλλο. Οι εσωτερικοί χώροι του σαχνισιού ήταν ευάεροι και ευήλιοι και θεωρούνταν επίσημοι χώροι. Το σαχνισί στηρίζεται συχνά σε μια σειρά διαγώνιων ξύλων (παγιάντες ή φουρούσια). Τα φουρούσια μεταφέρουν το βάρος του σαχνισιού στον κατακόρυφο τοίχο. Σε μερικές περιπτώσεις τα φουρούσια διαμορφώνονται καμπύλα. Μερικές φορές, τα φουρούσια καλύπτονται με ελαφριά υλικά και σοβά (μπαγδατιά) δημιουργώντας μια καμπύλη διαμόρφωση, η οποία μπορούσε να ζωγραφιστεί.

    Κατοικία με έντονο σαχνισί στο χωριό Παναγία. Σήμερα το κτίσμα είναι υπο κατεδάφιση.

    Η λοξή απότμηση εξωτερικά του σπιτιού:

    Σε πολλές κατοικίες η εξωτερική γωνία του κτίσματος είναι κομμένη. Ο πιθανός λόγος δημιουργίας της απότμησης είναι για να περνάνε με μεγαλύτερη ευκολία τα φορτωμένα μουλάρια και τα κάρα.

    Επίπλωση:

    Συχνή είναι η κατασκευή μεγάλης ξύλινης ντουλάπας, σταθερής, που καταλαμβάνει όλον τον τοίχο και συχνά έχει σκαλίσματα με φυτική διακόσμηση. Η ντουλάπα αυτή ονομάζεται ως μεσάντρα, μουσάντρα ή μουσαντιριά. Η μουσάντρα εκτός από κλειστά ντουλάπια διαθέτει και ανοικτές κόχες για την τοποθέτηση αντικειμένων. Στους παχύς, πέτρινους τοίχους δημιουργούνται εσοχές (κόγχες ή πουλίτσες) για την τοποθέτηση μικροαντικειμένων. Η επίπλωση των σπιτιών είναι φτωχική και περιλαμβάνει ντιβάνια, μπαούλα, ράφια κλπ. Σημαντικό, στοιχείο διακόσμησης αποτελούν τα υφαντά χαλιά και οι μικρές μπαντανίες που όχι μόνο στρώνονται στο δάπεδο αλλά κρεμιούνται και στους τοίχους.

    Θέρμανση:

    Η θέρμανση του σπιτιού γίνονταν με τζάκια. Τα περισσότερα σπίτια έχουν περισσότερες από μία καμινάδες στη στέγη τους. Οι καμινάδες κατασκευάζονταν από ελαφριά υλικά για τη μείωση του βάρους τους. Εκτός από τζάκι μπορεί να υπήρχε και διαμορφωμένο μαγειρείο που κατέληγε σε καμινάδα. Τα τελευταία χρόνια, πολύ συχνή ήταν η χρήση της ξυλόσομπας, η οποία συνεχίζει να είναι δημοφιλής έως σήμερα.

    Χρώματα:

    Συχνό χρώμα για το βάψιμο των σπιτιών εξωτερικά είναι το μπλε, λουλακί (ultramarine), η ώχρα και φυσικά το λευκό του ασβέστη.

    Κτίσμα με ίχνη λουλακί χρώματος στην εξωτερική τοιχοποιία. Εμφανής είναι ο τσατμάς στον 1ο όροφο.

    Οι πόρτες και τα παράθυρα.

    Τα παράθυρα του ισογείου (στον πετρόκτιστο τοίχο) είναι συνήθως μικρά, δίφυλλα, χωρίς παντζούρια, ανοιγόμενα γύρω από μεντεσέ. Εξωτερικά, τοποθετούνταν συχνά οριζόντιες σιδερένιες ράβδοι για προστασία από τους κλέφτες και τους πειρατές. Αντίθετα, τα παράθυρα των ορόφων (στον τσατμά) έχουν μεγαλύτερο ύψος. Το τσαμιλίκι είναι συρόμενο προς τα πάνω.

    Δομικά στοιχεία:

    Τα θεμέλια των σπιτιών κατασκευάζονταν με λιθοδομή. Οι τοίχοι του ισογείου κατασκευάζονταν επίσης με λιθοδομή (ξερολιθιά) ή με ωμά πλιθιά. Ωστόσο, αν το σπίτι ήταν διώροφο ο πάνω όροφος διαμορφώνονταν με τσατμά. Ο τσατμάς είναι μια ελαφριά κατασκευή, με ξύλινο σκελετό. Ο σκελετός αποτελείται από κάθετους ορθοστάτες (ντιρέκια) που δένονται με οριζόντια ξύλα (ταμπάνια) και με διαγώνια ξύλα (παγιάντες). Ο ξύλινος σκελετός καλύπτονταν με ελαφρύτερα υλικά, όπως με μικρές πέτρες, άχυρα, κομμάτια από σπασμένα κεραμίδια, ξερά πλιθιά και φυσικά με λάσπη. Ως συνδετικό υλικό και ως σοβά χρησιμοποιούσαν το κουρασάνι, ένα μείγμα από χώμα, νερό, τρίχες κατσίκας, άχυρο, λινάρι κλπ που πλαθονταν με τα χέρια. Το πάχος του τσατμά ήταν περίπου 0,20μ. Η κατασκευή των εσωτερικών τοίχων γίνονταν με παρόμοιο τρόπο, δηλαδή με τσατμά, ωστόσο, ο ξύλινος σκελετός ήταν απλούστερος. Αποτελούνταν μόνο από κατακόρυφα ξύλα τοποθετημένα ανά μισό μέτρο. Το κενό το γέμιζαν με πλεγμένες βέργες. Ο εσωτερικός τοίχος καλύπτονταν με σοβά. Οι αχυρώνες (μονώροφα ή διώροφα κτίσματα που χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες) κατασκευάζονταν εξολοκλήρου με πέτρα και είχαν ορθογώνια κάτοψη και απλή ογκοπλασία.

    Η στέγη καλύπτονταν με σχιστολιθικές πλάκες ή κεραμίδια. Μάλιστα, η χρήση της σχιστολιθικής πλάκας ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη καθώς οι κάτοικοι μπορούσαν να προμηθευτούν το συγκεκριμένο υλικό από γειτονικά πλακάρια (λατομεία). Ωστόσο, η πλάκες έχουν το μειονέκτημα ότι έχουν μεγάλο βάρος και ως εκ τούτου ο σκελετός και η ξυλεία της στέγης πρέπει να έχει μεγάλη αντοχή. Το στρώσιμο των πλακών γίνεται όπως και των κεραμιδιών, δηλαδή από κάτω προς τα πάνω, έτσι ώστε οι ανώτερες πλάκες να καλύπτουν τις κατώτερες. Παλαιότερα, το στρώσιμο γίνονταν χωρίς κορφιάδες στις πλευρές και οι γωνίες των στεγών ήταν καμπύλες. Οι σημερινοί τεχνίτες, που ανακαινίζουν τα παραδοσιακά σπίτια στη Θάσο δεν ακολουθούν την παραδοσιακή αυτή τεχνική αλλά δημιουργούν πλαϊνούς κορφιάδες.

    Οι κατασκευαστές των σπιτιών ήταν μετακινούμενα συνεργεία μαστόρων, σινάφια Ηπειρωτών, Αρβανιτάδων, Βούλγαρων κλπ. Τα φτωχότερα σπίτια ωστόσο, κατασκευάζονταν από τους ίδιους τους μελλοντικούς ενοίκους με τη βοήθεια του χωριού. Πολλά σπίτια, έχουν κατασκευαστεί σε διάφορα στάδια. Δηλαδή, στην αρχή, ο ένοικος έκτιζε δύο δωμάτια για να στεγάσει πρόχειρα την οικογένειά του και μετά απο μερικά χρόνια μπορεί να πρόσθετε και άλλα δωμάτια. Για αυτόν το λόγο, στο ίδιο σπίτι, μπορεί να συναντήσει κανείς τοίχους με διαφορετικά υλικά, δηλαδή το μισό οίκημα να είναι κτισμένο με πέτρα και το άλλο μισό με πλιθιά ή χειροποίητα κεραμικά τούβλα, η ακόμη και δωμάτια που διαφέρουν σε ύψος. Ένα στοιχείο που προστέθηκε τα τελευταία χρόνια είναι η εξωτερική τουαλέτα με πρόχειρα υλικά και στέγαση με λαμαρίνες.

    Τα περισσότερα χωριά είχαν έντονη κλίση εδάφους και οι κτίστες προσάρμοζαν την κατασκευή στις απαιτήσεις του εδάφους. Έτσι, πολλά σπίτια είναι ισόγεια από τη μία μεριά και διώροφα από την άλλη, δηλαδή διαθέτουν ένα ημιυπόγειο χώρο (το κατώι). Το δάπεδο των κατωγιών δεν επενδύονταν με κάποιο υλικό αλλά παρέμενε φυσικό, με χώμα δηλαδή. Από το ισόγειο φαίνονταν τα ξύλινα δοκάρια του πατώματος και οι ξύλινες τάβλες. Παλαιότερα, ο χώρος αυτός χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά ως αποθήκη και για τη στέγαση ζώων, ενώ σήμερα, τα περισσότερα κατώγια έχουν επισκευαστεί και είναι κατοικήσιμα.

    Η αυλή

    Όταν υπάρχει ελεύθερος υπαίθριος χώρος, αυτός διαμορφώνεται σε περιφραγμένη αυλή. Η περίφραξη γίνεται συνήθως με λιθοδομή, σε ύψος που υπερβαίνει το ύψος του ανθρώπου. Η είσοδος διαμορφώνεται σε μεγάλη, τοξωτή θύρα με ξύλινη, δίφυλλη πόρτα. Άλλωστε, οι πόρτες της αυλής πρέπει να κατασκευάζονταν μεγάλες για να χωράει το φορτωμένο μουλάρι. Πολλές φορές, μέσα στην αυλή υπάρχει στεγασμένος χώρος, για διάφορες εργασίες, όπως πλύσιμο ρούχων και μαγείρεμα. Στην αυλή επίσης, μπορούσε να κατασκευαστεί και ξυλόφουρνος. Ωστόσο, πάρα πολλές κατοικίες δεν έχουν αυλή λόγω του περιορισμένου χώρου του οικισμού, καθώς τα περισσότερα σπίτια κτίζονταν το ένα πολύ κοντά στο άλλο.

    Χώροι επαγγελματικής χρήσης

    Η Θάσος ήταν ένα νησί που βασίζονταν στην αγροτική οικονομία και στην εμπορεία πρωτογενών προϊόντων (ξυλείας, μελιού, ελαιολάδου). Η κάθε οικογένεια ήταν κατά ο μεγαλύτερο μέρος της αυτάρκης. Επαγγελματικά κτίρια ήταν οι υδρόμυλοι για την άλεση ελιών και δημητριακών. Ένα σημαντικό επίσης κτίριο είναι ο ταρσανάς (πλοιοστάσιο) στην σκάλα Ποταμιάς. Πρόκειται για ένα πετρόκτιστο κτίριο που λειτουργούσε ως αλιευτικό καταφύγιο (έμπαιναν δηλαδή μέσα βάρκες). Αργότερα το κτίριο λειτούργησε ως χώρος διασκέδασης, ως εστιατόριο και σήμερα ως πολιτιστικό κέντρο.

    Όταν αρχίσε η αστικοποίηση του νησιού, στα ισόγεια των κτιρίων άρχισαν να διαμορφώνονταν εμπορικά καταστήματα και καφενεία, ενώ ως βιτρίνες λειτουργούσαν τα παράθυρα των ισογείων.

    Τα μετόχια

    Τα μετόχια ήταν κτήματα που ανήκαν στα μοναστήρια, κυρίως του Αγίου Όρους. Τα οικήματα, που ήταν κτισμένα στα κτήματα αυτά ήταν μεγάλα με πολυπλοκότερη κάτοψη σε σχέση με τις απλές κατοικίες. Για παράδειγμα, τα κατώγια είχαν πολλά δωμάτια ενώ συχνά υπήρχε και μεσοπάτωμα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα κτίσματα των μετοχιών, χρησιμοποιούνταν για αποθήκευση προϊόντων, ως εργαστήρια, ως μύλοι αλλά και για τη στέγαση των εργαζομένων στα μετόχια.

    Οι Βίγλες

    Το νησί, στις περισσότερες περιόδους της ιστορίας του, δεχόταν πλήθος επιδρομών, με σημαντικότερες τις επιδρομές των πειρατών. Για την έγκαιρη ειδοποίηση των επιδρομών, είχε οργανωθεί ένα σύστημα πύργων που ονομάζονταν βίγλες.

    Από τη βιγλα ο βιγλάρης ειδοποιούσε τους κατοίκους ανάβοντας ένα φανό. Μέχρι σήμερα υπάρχουν τοπωνύμια με το όνομα "βίγλα" και "φανός". Στην παραλία της χρυσής αμμουδιά σε ένα ψηλό σημείο υπάρχει καφετέρια που ονομάζεται "βιγλί". Σήμερα δεν σώζονται ίχνη αυτών των κατασκευών.

    Η επίδραση του νεοκλασικισμου στην τοπική αρχιτεκτονική

    Στην Θάσο τα πρότυπα του νεοκλασικισμού έφτασαν μετά το β' μισό του 19ου αιώνα. Νεοκλασσικά κτίρια συναντάμε κατά κύριο λόγο στο Λιμένα και στα Λιμενάρια. Το 1902 στα Λιμενάρια, όπου άρχισαν να λειτουργούν μεταλλεία, η περιοχή άρχισε να αναπτύσσεται και ως εκ τούτου να κτίζονται κατοικίες, διώροφες ή τριώροφες με λαξευτή λιθοδομή, και δίρριχτες στέγες με αετοματωειδή διαμόρφωση. Η πρόσοψη ήταν συμμετρική ενώ χρησιμοποιούσαν στοιχεία αρ Νουβώ σε κιγκλιδώματα μπαλκονιών και σε πόρτες.. Στους υπόλοιπους οικισμούς (για παράδειγμα στο Θεολόγο ή στο Σωτήρα) τα νεοκλασσικά στοιχεία ενσωματώνονταν ως απλή διακόσμηση, ίσως και λόγο οικονομικής δυσχέρειας οι κάτοικοι δεν ήταν σε θέση να ανεγειρουν ένα διώροφο κτίσμα με λαξευτή λιθοδομή. Έτσι αρκέστηκαν στην υιοθέτηση ορισμένων μόνο στοιχείων και λεπτομερειών. Για παράδειγμα, εξωτερικά δημιουργούν γλύφες, προεξοχές κυμάτια, ακόμη και παραστάδες, με γύψο και σοβά ενισχυμένο με τρίχες ζώων. Αντί για αετώματα στη στέγη, κατασκευάζουν πάνω από τα παράθυρα μια ξύλινη διακοσμητική απόληξη σε σχήμα αετώματος.

    Βιβλιογραφία:

    • Στεφάνου, Ν. Σ., Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Θάσος, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1990.
    • Χρηστος Ιακωβίδης, Χ.Ι, 1982. Νεοελληνική Αρχιτεκτονική και Αστική Ιδεολογία. 1st ed. Αθήνα: εκδόσεις Δωδώνη.
    • Μουτσόπουλος, Ν. Κ., Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική της Μακεδονίας 15ος- 19ος αιώνας, εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993.
    • Μουτσόπουλος Ν.Κ., Η Αρχιτεκτονική προεξοχή, Το σαχνισί ,Συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Επιστημονικά! πραγματείαι, Σειρά φιλολογική και θεολογική, Αρ. 17, Θεσσαλονίκη 1988.

    Σημείωση: Ο φοιτητής έστειλε τη συγκεκριμένη εργασία για δημοσίευση στο decobook.gr αλλά δεν επιθυμεί τη δημοσίευση του ονόματός του. Ωστόσο, η συγκεκριμένη εργασία ανήκει στον ίδιο και απαγορεύεται η αναδημοσίευση.

  • Ελληνική παραδοσιακή κατοικία: Οι βασικοί τύποι Ελληνική παραδοσιακή κατοικία: Οι βασικοί τύποι

    Η παραδοσιακή ή λαϊκή ή ανώνυμη αρχιτεκτονική διαμορφώθηκε από τη μια γενιά στην άλλη. Η κατασκευή των κατοικιών γίνονταν είτε από έμπειρα συνεργία είτε από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη. Η εργασία ήταν κατά βάση χειρονακτική και οι κατασκευαστικές τεχνικές βασίζονταν στη συλλογική εμπειρία και στη γνώση που μεταφέρονταν από τη μια γενιά στην άλλη.

    Το κτίσμα ήταν προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις του τόπου (κλίσεις εδάφους, κλιματολογικά χαρακτηριστικά, προσανατολισμός, κλπ) αλλά και αντανακλούσε το κοινωνικο-ιστορικό περιβάλλον του συγκεκριμένου τόπου. Το μεγαλύτερο ποσοστό των υλικών που χρησιμοποιούνταν προέρχονταν από την εγγύς περιοχή.

    Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική στην Ελλάδα παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί σε ενότητες. Ωστόσο, θα μπορούσαν να διακριθούν τρεις βασικές ενότητες.

    • Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική των πεδινών περιοχών (πχ. τα αγροτόσπιτα ων γεωργών της Θεσσαλίας)
    • Στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική των ορεινών περιοχών (πχ. τα νοικοκυρόσπιτα της Σιάτιστας, της Καστοριάς, της Βέροιας, κλπ)
    • Στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική των νησιών (πχ. Της Κρήτης, των Δωδεκανήσων, των Κυκλάδων, του Ιονίου, κλπ). Η νησιωτική αρχιτεκτονική παρουσιάζει ακόμα μεγαλύτερη ποικιλία και είναι παρακινδυνευμένο να ομαδοποιηθεί σε μια ενότητα.

    Η κατοικία των πεδινών περιοχών είχε πολύ απλή μορφή. Ήταν μονόχωρη και στο ίδιο δωμάτιο συμβίωναν άνθρωποι, ζώα, φυλάσσονταν τα αγροτικά προϊόντα, κλπ.

    Σταδιακά προστέθηκαν ένας στεγασμένος, υπαίθριος χώρος μπροστά από την είσοδο καθώς και διάφοροι βοηθητικοί χώροι στην αυλή, όπως αποθήκες και στάβλοι.

    Η κατοικία στην ορεινή Ελλάδα είναι συνήθως πολυώροφη. Οι αρχοντικές κατοικίες ή νοικοκυρόσπιτα περιλαμβάνουν συνήθως τρία επίπεδα. Στο ισόγειο βρίσκονται οι χώροι εργασίας, οι αποθήκες, οι χώροι φύλαξης ζώων. Στους ορόφους βρίσκονται οι χώροι ύπνου, διημέρευσης, υποδοχής των ξένων, κλπ. Συνήθως το μεσοπάτωμα χρησιμοποιούνταν ως κατοικία το χειμώνα καθώς οι παχύς, πέτρινοι τοίχοι διατηρούσαν τους εσωτερικούς χώρους ζεστούς. Ο τελευταίος όροφος με τους λεπτούς τοίχους (τσατμάδες) και τα μεγάλα παράθυρα χρησιμοποιούνταν για τη διαμονή της οικογένειες κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών.

    Η ορεινή κατοικία χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια που οφείλεται και στις ανάγκες προστασίας και άμυνας από διάφορους εχθρούς. Στο ισόγειο για παράδειγμα υπάρχουν μικρά ανοίγματα ενώ σε πολλά παραδείγματα υπάρχουν και πολεμίστρες.

    Η κατοικία στη νησιωτική Ελλάδα παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και είναι δύσκολο να ομαδοποιηθεί σε μια ενιαία κατηγορία. Ωστόσο, κοινό στοιχείο στις περισσότερες νησιωτικές κατοικίες είναι η αυλή. Η αυλή αποτελεί στην ουσία προέκταση του εσωτερικού της κατοικίας, αφού πολλές λειτουργίες όπως το μαγείρεμα, το πλύσιμο, η ανάπαυση, η υποδοχή, το φαγητό γίνονταν στην υπαίθρια αυλή.

  • Η φλοκάτη των Βλάχων Η φλοκάτη των Βλάχων

    Η φλοκάτη ή αλλιώς βελέντζα είναι ένα χνουδωτό, αφράτο και ζεστό χαλί φτιαγμένο από 100% μαλλί.

    Η προέλευση της φλοκάτης

    Η κατασκευή της φλοκάτης ξεκίνησε εδώ και εκατοντάδες χρόνια από τους Βλάχους της Πίνδου. Η κατασκευή της χρονολογείται από τον 5ο αιώνα μ.Χ (πηγές: εδω και εδώ ). Χρησιμοποιούνταν ώς ενδυμασία από τους Βλάχους βοσκούς που είχαν ανάγκη από ζεστά υφάσματα στις χαμηλές θερμοκρασίες του βουνού, αλλά και για το στρώσιμο των δαπέδων, ως κουβέρτες και στρωσίδια ύπνου.

    Σήμερα, η φλοκάτη πωλείται σε όλο τον κόσμο, και είναι γνωστή ως ένα αυθεντικό ελληνικό προϊόν.

    Από πού προέρχεται η λέξη Φλοκάτη

    Η λέξη φλοκάτη είναι παράγωγο της λατινικής λέξης Floccus που σημαίνει χνούδι υφάσματος (υπερλεξικό των εκδόσεων Παγουλάτου). Η φλοκάτη δηλαδή είναι ένα μάλλινο ύφασμα με φλόκες.

    Από τι υλικό κατασκευάζεται ;

    Η αυθεντική φλοκάτη κατασκευάζεται από 100% μαλλί (τόσο οι ‘φλόκοι’ όσο και η βάση της). Σήμερα κατασκευάζονται και συνθετικές φλοκάτες (πλήρως συνθετικές ή με ένα ποσοστό συνθετικών νημάτων) αλλά σε σχέση με τις μαλλινες φλοκάτες, οι συνθετικές είναι κατώτερης ποιότητας.

    Η αυθεντική μάλλινη φλοκάτη είναι αφράτη ενώ το μαλλί βοηθάει στην εύκολη απομάκρυνση των λεκέδων και της σκόνης. Έτσι, μπορεί να τοποθετηθεί ακόμα και σε πολυσύχναστα σημεία του σπιτιού.

    Πώς κατασκευάζεται ;

    Η φλοκάτη παραδοσιακά υφαινόταν στον αργαλειό. Η διαδικασία όμως δεν τελείωνε με την ύφανση των μάλλινων νημάτων καθώς στη συνέχεια η φλοκάτη έπρεπε να «χτυπηθεί» και να πλυθεί σε κρύο νερό. Ουσιαστικά, μόνο μετά την επεξεργασία μέσα στο νερό, η φλοκάτη διογκωνόταν, έδεναν οι κόμποι και τα νήματα μεταξύ τους, και το χαλί γινόταν αφράτο και απαλό. Η επεξεργασία της φλοκάτης γινόταν στις νεροτριβές (μπατάνια και δριστέλλες) όπου ακόμα και σήμερα συνεχίζει να γίνεται το πλύσιμο των χαλιών αυτών.

    Το αρχικό χρώμα της φλοκάτης είναι υπόλευκο, αλλά μπορεί να χρωματιστεί και να αποκτήσει σχεδόν οποιαδήποτε απόχρωση (μπλε, φούξια, πράσινη, κίτρινη, κλπ).

    Τέλος, η ποιότητα της φλοκάτης ορίζεται από το βάρος της, και όσο πιο βαριά τόσο πιο ακριβή.

    Λαογραφικά στοιχεία:

    Από την ιστοσελίδα Vlaxoi.net μάθαμε ότι κατά την τελετή των αρραβώνων, στην είσοδο της καλύβας κρέμονταν μια κόκκινη φλοκάτη (τσιόργκα) από την προίκα της νύφης. Στην προίκα της νύφης συμπεριλαμβάνονταν και τα δώρα προς όλους τους συγγενείς. Τα δώρα αυτά ήταν λευκή φλοκάτη για το πεθερό και τον κουμπάρο και κόκκινη φλοκάτη για τα αδέλφια του γαμπρού και τους θείους.

    Τη νύφη ανέβαζε σε ένα άσπρο άλογο ο πατέρας της ή τα αδέλφια της και καθώς αυτή ανέβαινε στο άλογο, αριστερά και δεξιά οι συγγενείς κρατούσαν ανοιχτές φλοκάτες για να μη φανούν τα πόδια της. 

    Στο βιβλίου του Ν.Κρυστάλλη "Οι βλάχοι της Πίνδου" (εκδόσεις Δαμιανός) διαβάσαμε ότι οι ευπορώτεροι βλάχοι φορούσαν ως πανωφόρι μελανόχρωμη φλοκάταν, έξωθεν πεποικιλμένην και έσωθεν πλήρη μάλλινων θυσάνων (φλόκου). Η τάξη των εμπόρων (όχι η τάξη των ποιμένων) ασχολούνταν με τη βιομηχανία των μάλλινων υφασμάτων. Τα υφάσματα αυτά πωλούνταν στις αγορές της Κόνιτσας, των Ιωαννίνων, των Γρεβενών, της Βιτώλιας, των Τρικάλων, της Καρδίτσας, της Λάρισας, του Βόλου, της Λαμίας, της Αταλάντης, της Λειβαδιάς και των Θηβών.

    Στο ίδιο βιβλίο διαβάσαμε ότι η φλοκάτη ονομαζόταν αλλιώς και σάρικα.

    Πώς καθαρίζεται η φλοκάτη ;

    Το μαλλί της φλοκάτης έχει την ιδιότητα να καθαρίζεται εύκολα από σκόνες και λεκέδες. Έτσι κατά τη διάρκεια του έτους μπορεί τακτικά να τινάζεται. Μερικοί υποστηρίζουν, ότι κατά το τίναγμα καλό είναι η φλοκάτη να βρέχεται ελαφρά ώστε το μαλλί να ξαναγίνεται αφράτο.

    Μετά από ένα χρόνο ενδεχόμενα να χρειάζεται πλύσιμο. Το πλύσιμο γίνεται στην μπανιέρα (πάτημα με τα πόδια) ή ακόμα καλυτερα στις παραδοσιακές νεροτριβές.

    Η «Βιοκαρπέτ» ξεκίνησε από τη Σαμαρίνα και από τις... βλάχικες φλοκάτες

    Διαβάσαμε στο βιβλίο "Αρμάνοι, Οι βλάχοι" (συγγραφέας: Ν.Ι Μέρτζος, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Ρέκος Ε.Π.Ε) ότι ο Ιωάννης Καντώνιας, που καταγόταν από το χωριό Σαμαρίνα εμπορευόταν προπολεμικά φυτικές βαφές μαλλιού, στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας και πολύ σύντομα ίδρυσε στην γενέτειρα του (τη Σαμαρίνα) μια προηγμένη οικοτεχνία υφαντουργίας που παρήγαγε βλάχικες φλοκάτες και κιλίμια.

    Το 1946 δημιούργησε στη Λάρισα μια νηματουργία που παρήγαγε και εξήγαγε φλοκάτες. Η μονάδα αυτή μετονομάστηκε το 1970 σε ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ και συνεχίζει να παράγει ακόμα και σήμερα φλοκάτες. Η κατασκευή βασίζεται στις λεπτομέρειες και στα μυστικά της παραδοσιακής τεχνικής που κάνουν άλλωστε την αυθεντική φλοκάτη να ξεχωρίζει.

    Η Φλοκάτη σήμερα

    Η φλοκάτη είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής στο εξωτερικό κατά τη δεκαετία του 70 και έτσι κατα τις επόμενες δεκαετίες το ενδιαφέρον μειώθηκε καθώς θύμιζε το ρετρό στυλ του 70 ή ταυτιζόταν αποκλειστικά με το χωριάτικο στύλ. Όμως, όπως όλα τα ποιοτικά προϊόντα, έτσι και η φλοκάτη κατάφερε να επιβιώσει, να ξεπεράσει τα "στυλ" και να γίνει πλέον κλασική.

    Η φλοκάτη σήμερα, μπορεί να ταιριάξει σε σύγχρονους χώρους αλλά και σε ρουστίκ, στο καθιστικό αλλά και στην κρεβατοκάμαρα, σε επίσημους χώρους αλλά και σε πολυσύχναστους διαδρόμους.

    Κάτω εικόνα: Λευκή φλοκάτη σε καθιστικό σύγχρονου ύφους. Το μάλλινο αυτό χαλί ζεσταίνει το ψυχρό, ολόσωμο δάπεδο.

Τελευταίες Απαντήσεις

Decobook.gr

© Copyright 2010 - DecoBook. All Rights Reserved