Το καλαπόδι δίνει χώρο στη βιωματική αφήγηση του δημιουργού Γιώργου Ηλιάδη που επιζητά να αιχμαλωτίσει την ενέργεια του ξύλου, και παράλληλα την υπαρξιακή διάσταση του χρόνου.
Γράφει η Χρύσα Ξουβερούδη - Ιστορικός Τέχνης
Πριν από λίγο καιρό συστήσαμε το ζωγράφο Γιώργο Ηλιάδη ως έναν σύγχρονο δημιουργό, που ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Η τελευταία του εικαστική πρόταση γίνεται αφορμή για να προσεγγίσουμε για μία ακόμη φορά το μυστήριο της τέχνης, που συνεχώς ζητά να δραπετεύει από κατεστημένες αντιλήψεις και άνωθεν εξαγγελίες ειδημόνων, σχολών και τάσεων.
Στην προκειμένη περίπτωση η ζωγραφική, ενσαρκώνει την επιθυμία του καλλιτέχνη να ερμηνεύσει τον κόσμο, συντάσσοντας γραμμές και χρώματα, υποτάσσοντας το φώς, σκηνοθετώντας το πλήρες και το κενό στην προβολή της εικαστικής παράστασης. Ωστόσο, η συγκεκριμένη παράσταση εκτυλίσσεται σε ένα χώρο που ξεφεύγει από τα στερεότυπα και την παντοδυναμία του τελάρου για να περιοριστεί σε μια επιφάνεια που μέχρι τότε συνδεόταν με άλλη χρήση. Το καλαπόδι –ως όχημα στη συγκεκριμένη περίπτωση της εικαστικής έκφρασης- δίνει χώρο στη βιωματική αφήγηση του δημιουργού που επιζητά να αιχμαλωτίσει την ενέργεια ενός ζωντανού υλικού, του ξύλου, και παράλληλα την υπαρξιακή διάσταση του χρόνου, παντρεύοντας ατομική και συλλογική μνήμη.
Ήδη από τη δεκαετία του ’80, μέσα στη ρευστή ατμόσφαιρα του μεταμοντερνισμού, το zeitgeist –πνεύμα της εποχής- φαίνεται πως ευνοεί τη συγκεφαλαίωση, την αναδρομή στο παρελθόν. Μετά τη φρενήρη αναζήτηση του καινούριου από το μοντερνισμό, επιδιώκεται η επιστροφή, επιστροφή στη δεξαμενή του πολιτισμού, στη φύση, στην οικεία καθημερινότητα, σε όλα αυτά που με μανία αντιστρατεύτηκαν οι πρωτοπορίες. Από την άλλη η δισδιάστατη επιφάνεια που από την Αναγέννηση και μετά, καθόριζε το ζωγραφικό χώρο, ανοίγοντας κατά τον Alberti ένα παράθυρο στον κόσμο με όρους ψευδαισθητικούς, επιτείνοντας τη σχέση ανάμεσα στο res (πράγμα) και το πραγματικό, γνωρίζει κατά τον 20ο αιώνα μεγάλη αμφισβήτηση.
Μια νέα εικαστική πραγματικότητα προωθείται τώρα, για να εγγραφούν σε αυτή ο χώρος και ο χρόνος, βασικές ορίζουσες της ανθρώπινης εμπειρίας. Έτσι το καλαπόδι που ενέχει ως αντικείμενο και την τρίτη διάσταση, είναι περίοπτο και αναδεικνύει την πλαστική ποιότητα ανακαλώντας μνήμες από τη διαδικασία της αρχικής του κατασκευής, ενθαρρύνει εν τέλει την οικειότητα στη σχέση με το θεατή. Από την άλλη η πρόκληση λειτουργεί αμφίδρομα, αφού με την καμπυλότητα του, τον περιορισμένο χώρο ακόμα και την ίδια την ταυτότητά του, το καλαπόδι διεγείρει την έμπνευση αλλά απαιτεί και την πνευματική εγρήγορση του δημιουργού. Από αντικείμενο που λειτουργούσε αυτόνομα στο δικό του χωροχρόνο, διαδραματίζοντας το δικό του ρόλο και προβάλλοντας μια ειδική σχέση με τον άνθρωπο, ενδύεται τον εικαστικό μανδύα αποκαλύπτοντας οπτικές και απτικές αξίες.
Με βάση τα παραπάνω, το μοντερνιστικό λεξιλόγιο εξακολουθεί να συντηρεί την επικαιρότητά του. Ο μεταμοντέρνος καλλιτέχνης δεν αγνοεί τη μοντερνιστική ηχώ αλλά την αντιλαμβάνεται μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα, στην ώριμη διατύπωσή της κι όχι στην επαναστατική γέννηση της. Στον απόηχο της εύστοχης παρατήρησης του August Strindberg ότι «πάνω σε ένα λεπτό στρώμα πραγματικότητας η φαντασία υφαίνει καινούρια σχέδια», ο Ηλιάδης αφηγείται ιστορίες που συγκινούν πρώτα τον ίδιο και μπορούν εύκολα να διαβαστούν από το θεατή· κι άλλοτε απευθύνεται σε πιο υποψιασμένους κι ενεργούς δέκτες που θα θελήσουν να ερμηνεύσουν έναν κόσμο προσωπικό και απόκρυφο, έναν κόσμο που υπέρκειται τους πραγματικότητας. Τα σύμβολα νοηματοδοτούνται από το δημιουργό τους, ο οποίος τεχνηέντως χρησιμοποιεί την ιδιαιτερότητα της εικαστικής επιφάνειας για να παρακινήσει το μυημένο σε μια πιο ενδελεχή προσέγγιση του έργου και υποκινεί το διάλογο με τον ίδιο αλλά και με το έργο τέχνης.
Η γραμμή πάλλεται ακολουθώντας την καμπύλη της επιφάνειας, ενώ το χρώμα και η υφή συνεργάζονται για να υποστηρίξουν τη φόρμα. Το χρώμα βαθαίνει για να ενισχύσει την υπαρξιακή εμμονή του χρόνου, η υφή προκαλεί την αφή και η φόρμα εναργής και μεστή, ενεργοποιεί με τη συνδρομή του φωτός, τη σύνθεση. Παρατακτική κυρίως η σύνθεση, αξιοποιεί τον οριζόντιο άξονα ενισχύοντας το χαρακτήρα τους αφήγησης, μέσα από τη συνομιλία πλήρους και κενού. Αφήνοντας έντεχνα το κενό να οδηγήσει το μάτι και τη φαντασία στο άπειρο, η παράσταση ορίζεται από το αντικείμενο αλλά και το ξεπερνά, συγκαλύπτει και αποκαλύπτει την εικαστική επιφάνεια. Άλλες φορές πάλι η σύνδεση με τον αρχικό προορισμό είναι άμεση και με εικαστικό καθοδηγητή το trompe l’oeil, ο δημιουργός ξεγελά το μάτι αξιοποιώντας σκασίματα του ξύλου για να πείσει πως πρόκειται για πραγματική φθορά σε παπούτσι. Αυτό που τον απασχολεί γενικότερα στην εικαστική του διαδρομή επανέρχεται με την ίδια δυναμική και στο σύνολο της τελευταίας του δουλειάς, ο ρεαλισμός και η υπέρβασή του.
Ο νόστος, η επιστροφή σε μια πατρίδα προσωπική, με αλιευμένα οράματα, εικόνες και ίχνη από την παρακαταθήκη της μνήμης του ενός αλλά και των πολλών, γονιμοποιεί το έργο του Ηλιάδη. Είτε ως αυτόνομο αντικείμενο, είτε ως συμπρωταγωνιστής σε μια νέα εικαστική πρόταση –οι λάμπες αποτελούν μια ξεχωριστή ομάδα στην τελευταία του δουλειά- τα καλαπόδια, ανανεώνουν τη σχέση τους με το σύγχρονο άνθρωπο και γίνονται πρεσβευτές μιας πληγωμένης αλλά όχι χαμένης αθωότητας.
Ευχαριστούμε το δημιουργό για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού