Η δημιουργία ενός γεύματος απαιτεί την αναζήτηση και εύρεση των υλικών και στη συνέχεια τη συνταγή, τους κανόνες δηλαδή, σύμφωνα με τους οποίους θα γίνει η σύνθεση τους στις απαιτούμενες ποσότητες. Η δημιουργία ενός καταφυγίου, κατοικίας, απαιτεί επίσης τα υλικά και βέβαια τον απαραίτητο σχεδιασμό για τη διαμόρφωση του κτιρίου.
Η επιλογή των υλικών για την παρασκευή του φαγητού καθορίζει την θρεπτική αξία και τη γεύση του, ενώ η παρουσίαση στο πιάτο αναφέρεται στην αισθητική εικόνα του. Αντιστικτικά, τα δομικά υλικά οδηγούν σε κατασκευές που διέπονται από αντοχή και βιωσιμότητα. Οι καινοτόμες τεχνικές κατασκευής και τα υλικά συμβάλλουν στον ορθό σχεδιασμό των κτιρίων όσον αφορά στη λειτουργικότητα και μορφολογία τους.
Αρχιτέκτονες και σεφ, που είναι οι αρχιτέκτονες των τροφίμων, λαμβάνουν υπόψη τις ιδιότητες των υλικών, την επίδραση στην υγεία, το κόστος και την αισθητική. Για παράδειγμα, οι αρχιτέκτονες είναι εξοικειωμένοι με τις ιδιότητες των δομικών υλικών, σκυρόδεμα, τούβλα, μέταλλα, ξύλο, πλαστικό, γυαλί και με τους τρόπους συνδυασμού τους για να μπορούν να σχεδιάσουν και να κατασκευάσουν δομές με συγκεκριμένες απαιτήσεις και αντοχές. Οι μάγειροι είναι εξοικειωμένοι με τα συστατικά των τροφίμων, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, λίπη, νερό και τη χρήση τους στη σύνθεση ενός πιάτου.
Η τοπικότητα αποτελεί ένα από τους κοινούς παρονομαστές για την γαστρονομία και την αρχιτεκτονική. Η έννοια της τοπικότητας στην αρχιτεκτονική αποτέλεσε σημαντικό ζήτημα κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, καθώς η εκβιομηχάνιση της κοινωνίας και η παγκοσμιοποίηση άρχισαν να οδηγούν την αρχιτεκτονική σύνθεση σε μη τοπικά εξαρτώμενη έκφραση. O “κριτικός τοπικισμός” αναπτύχθηκε ως έννοια σαν μία προσέγγιση ενσωμάτωσης διεθνών συστατικών στα τοπικά και αντίστροφα. Η σχέση του αρχιτεκτονικού έργου με τον τόπο, η ένταξη του στο φυσικό περιβάλλον, τα υλικά, αλλά και η ευκολία στην επικοινωνία και η μεταφορά της πληροφορίας, μπορούν να επιτύχουν τη διαμόρφωση της ταυτότητας και της μοναδικότητας του κάθε έργου σε συνδυασμό με το άνοιγμα προς τη σύγχρονη τοπικότητα και τη συνδεσιμότητα του με περιβάλλοντα του σύγχρονου κόσμου.
https://www.hacin.com/food-plating-design-story/
Αντίστοιχα στο πεδίο της γαστρονομίας, βάση για κάθε εθνική κουζίνα αποτελεί η τοπικότητα της πρώτης ύλης, καθώς μπορεί να προσφέρει ποιοτικότερες και φρεσκότερες πρώτες ύλες και βαθύτερη γνωριμία με τον τόπο και τους ανθρώπους του. Επιπλέον η κάθε παραδοσιακή κουζίνα δέχεται επιρροές από τις διατροφικές και μαγειρικές συνήθειες, τις γεύσεις και συνδέεται με την ταυτότητα και τη μνήμη. Ωστόσο, η τοπικότητα της γαστρονομίας παραμερίζεται από την παγκοσμιοποίηση της γεύσης, καθώς αλυσίδες εστίασης προσφέρουν το ίδιο φαγητό ανά τον κόσμο με αποτέλεσμα να θολώνουν τα σύνορα και οι διατροφικές συνήθειες δεκαετιών, χάνοντας τον κοινωνικό και πολιτισμικό χαρακτήρα της. ως αντιστάθμισμα στη ραγδαία αυτή πολιτισμική ομογενοποίηση κρίνεται ουσιαστική η στροφή για εμβάθυνση και επανερμηνεία της παράδοσης και του πολιτισμού των τόπων, ώστε η τοπική γαστρονομία να αποκτήσει εκ νέου τη θέση της στην οικουμένη.
https://www.hacin.com/food-plating-design-story/
Η αισθητική και η εικόνα αποτελούν επίσης κοινό παράγοντα σε αρχιτεκτονική και γαστρονομία, καθώς ένα καλομαγειρεμένο πιάτο δεν αρκεί να ελκύει μόνο από την όσφρηση και τη γεύση. Η οπτική απόλαυση αναβαθμίζει ένα γεύμα πάρα πολύ και του προσδίδει υψηλή αξία. Ο συνδυασμός χρωμάτων και υφών καθώς και η τοποθέτηση των τροφίμων στο πιάτο δημιουργούν την απαραίτητη οπτική ελκυστικότητα.
https://gr.pinterest.com/pin/66146688267206817/
Η αρχιτεκτονική αποτελεί διαδικασία σχεδιασμού, δημιουργίας και κατασκευής δομών με διάφορες χρήσεις που είναι επαρκείς λειτουργικά, οικονομικά αλλά και αισθητικά. Οι δύο σημαντικοί παράγοντες στο σχεδιασμό είναι η φόρμα και η λειτουργικότητα. Η λειτουργικότητα αποτελεί σημαντική ιδιότητα για ένα χώρο. Από την άλλη πλευρά η φόρμα αναφέρεται σε ποιοτικά χαρακτηριστικά επίσης σημαντικά για ένα χώρο, όπως η αναλογία, το χρώμα, οι υφές, η ισορροπία, η αρμονία.
https://www.archdaily.com/967697/long-span-buildings-that-defy-gravity
Τέλος, ο όρος “slow” υπάρχει σε γαστρονομία και αρχιτεκτονική με παρεμφερές περιεχόμενο. Το κίνημα slow food διαμορφώθηκε ως προσπάθεια εναντίωσης στην έννοια του fast food, δηλαδή γευμάτων προθερμασμένων ή προμαγειρεμένων ή συναρμολογούμενων σε μικρό χρονικό διάστημα. Το fast food εμφανίστηκε ως λύση για τον γρήγορο τρόπο ζωής. Αντίθετα, το slow food ως εναλλακτική λύση στο γρήγορο φαγητό προσπαθεί να διατηρήσει την παραδοσιακή και τοπική κουζίνα με αγνά καλής ποιότητας βιώσιμα υλικά.
Με παρόμοιο τρόπο η slow architecture αναφέρεται στη διαδικασία δημιουργίας δομών λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο λειτουργικά και οικονομικά κριτήρια, αλλά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά και την ιστορικότητα ενός τόπου. Επίσης εστιάζει στην εναρμόνιση του κτιρίου με το περιβάλλον και στη χρήση φυσικών υλικών, στην αξιοποίηση του φυσικού φωτισμού και στην επανάχρηση υπαρχόντων δομών, υλικών και αντικειμένων.
Καταλήγοντας αρχιτεκτονική και γαστρονομία, δύο επιστήμες αλλά και τέχνες, φαινομενικά ασύνδετες μοιράζονται κοινά στοιχεία και έχουν κοινό σκοπό την ευχαρίστηση του ανθρώπου, ικανοποιώντας τις πιο βασικές και άμεσες ανάγκες του.
Η Ιφιγένεια Κωτίτσα διατηρεί αρχιτεκτονικό γραφείο και είναι αρθρογράφος αρχιτεκτονικής και interior design στο decobook.gr & decosoup.com. Παράλληλα προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες αρχιτεκτονικής και διακόσμησης.