Ο Kazimir Severinovich Malevich γεννήθηκε το 1878, κοντά στο Κίεβο. Σπούδασε στο Ινστιτούτο ζωγραφικής, γλυπτικής και αρχιτεκτονικής της Μόσχας το 1903

Το έργο του μεταξύ των ετών 1910-1920 ήταν επηρεασμένο από τον Κυβισμό και τον φουτουρισμό.

Το 1915 στον εκθεσιακό χώρο 0.10, στο Petrograd εισήγαγε τον Σουπρεματισμό, δηλαδή μια γεωμετρική, αφηρημένη ζωγραφική, όπου απλά γεωμετρικά σχήματα 'γεμισμένα' με 'επίπεδα' χρώματα, δημιουργούσαν συνθέσεις μέσα σε λευκό φόντο.

Ο ίδιος περιέγραψε τη δουλειά του «ως την υπεροχή του καθαρού συναισθήματος» (The supremacy of pure emotion) και έγραψε και ένα επεξηγηματικό βιβλίο, με τίτλο From Cubism to Suprematism:The New Painterly Realism (1915).

Mαύρο τετράγωνο, 1915 (πηγή εικόνας: wikipedia.org)

Μετά την επανάσταση (1918) η Σοβιετική κυβέρνηση ενθάρρυνε πολλούς καλλιτέχνες να αναλάβουν διοικητικές και ακαδημαϊκές θέσεις. Έτσι, ο Malevitch, ξεκίνησε να διδάσκει στα πρώτα δημόσια ελεύθερα εργαστήρια της Μόσχας. Τα εργαστήρια αυτά ήταν οι προπομποί των VKHUTEMAS. Στη συνέχεια το 1919 αντικατέστησε τον Marc Chagall και ανέλαβε καθήκοντα διευθυντή στο ινστιτούτου Vitebsk. Τον επόμενο χρόνο, ο Malevich μαζί με μαθητές του από τη σχολή Vitebsk ιδρύσαν την ομάδα Unοvis, με την οποία συνεργαστήκαν ο El Lissitzky και ο Nikolai Suetin. Μετά το 1919 άρχισε να απομακρύνετε από τη ζωγραφική και να πειραματίζεται με τις τρισδιάστατες εφαρμογές του Σουπρεματισμού σχεδιάζοντας πόλεις, μικρές μονάδες κατοίκησης και κατασκευάζοντας αρχιτεκτονικά προπλάσματα.

Από το 1922 έως το 1927 δίδαξε στο ινστιτούτο του Petrograd (Institute of Artistic Culture) και μεταξύ των ετών 1924 και 1926 εργάστηκε κυρίως πάνω στα αρχιτεκτονικά προπλάσματα (μακέτες) με τους μαθητές του. Με την επιστροφή του στο Petrograd (το 1922) άρχισε να σχεδιάσει και κεραμικά αντικείμενα καθημερινής χρήσης, εμφανώς επηρεασμένα από τον σουπρεματισμό. Τα κεραμικά αυτά κατασκευάζονταν από το κρατικό εργοστάσιο πορσελάνης Lomonοsov.

Σταχτοδοχείο. (πηγή εικόνας: http://www.lomonosov-russia.com)

Κύπελο καφέ και πιατάκι. (πηγή εικόνας: http://www.lomonosov-russia.com)

Οι ιδέες του Malevitch έγιναν ξεπέρασαν τα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης, μέσω ενός βιβλίου του Bauhaus, με τίτλο "The Non-Objective World" (1927).

Ο Malevivh πέθανε το 1935, στο Λένινγκραντ.


Δείτε Online ένα δωρεάν βιβλίο αφιερωμένο στις πορσελάνες Lomonosov: Lomonosov. Porcelain Manufacture. St. Petersburg. 1744-1994

Βασική πηγή πληροφοριών άρθρου: Μουσείο Guggenheim

Ξεφυλλίστε τον κατάλογο Design Online της BoConcept.

Source: digsdigs.com via sara on Pinterest

 

 

Στα σύγχρονα διαμερίσματα, ο διατιθέμενος χώρος για το καθιστικό είναι πολλές φορές περιορισμένος και μικρός. Τι κάνουν όμως σε αυτές τις περιπτώσεις οι επαγγελματίες;

Η βασική ορολογία των στοιχείων μιας σκάλας.

Τα βασικά στοιχεία μιας σκάλας είναι:

  • Τα σκαλοπάτια (ή βαθμίδες): Είναι τα επιμέρους τμήματα που αυξάνουν σταδιακά την στάθμη τους (την κάθετη απόσταση από το πάτωμα) προκειμένου να καλύψουν μια ορισμένη υψομετρική διαφορά.
  • Πάτημα (ή πάτημα βαθμίδας): Είναι η οριζόντια επιφάνεια του κάθε σκαλοπατιού πάνω στην οποία πατούν οι χρήστες προκειμένου να ανέβουν την σκάλα (το πλάτος του κάθε σκαλοπατιού).
  • Ρίχτι (ή ύψος βαθμίδας): Είναι η κάθετη απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών πατημάτων (το ύψος του κάθε σκαλοπατιού).
  • Ακμή βαθμίδας: Η τομή του πατήματος και του ριχτιού.
  • Γραμμή ανάβασης: Είναι η νοητή γραμμή που δείχνει την πορεία του ανθρώπου που ανεβαίνει ή κατεβαίνει την σκάλα. Ορίζεται περίπου σε απόσταση 60-65 εκατοστών από την εσωτερική πλευρά της σκάλας. Θεωρητικά, πάνω στην γραμμή ανάβασης, τα πλάτη των σκαλοπατιών (τα πατήματα) πρέπει να είναι ίσα.
  • Κλίση σκάλας: Είναι ο λόγος του ύψους προς το πλάτος του κάθε σκαλοπατιού, δηλαδή είναι η κλίση με την οποία είναι κατασκευασμένος ο κάθε βραχίονας. Ρίχτι/ Πάτημα= κλίση σκάλας.
  • Κλιμακοστάσιο: Είναι ο χώρος (ανοιχτός ή κλειστός) μέσα στον οποίο βρίσκεται η σκάλα.
  • Πλάτος σκάλας: Είναι το μήκος των σκαλοπατιών. Όσο πιο μεγάλο είναι το πλάτος της σκάλας τόσο μεγαλύτερος είναι και αριθμός ατόμων που μπορούν να χρησιμοποιήσουν ταυτόχρονα την σκάλα.
  • Πλατύσκαλο: Είναι το οριζόντιο επίπεδο, το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα στα σκαλοπάτια και έχει μεγαλύτερη επιφάνεια από αυτά. Χρησιμεύει για ξεκούραση, για αλλαγή κατεύθυνσης (αν υπάρχουν περισσότεροι από ένας βραχίονες) ή μπορεί να βρίσκεται και στο τέλος της σκάλας (ως ένα μεγαλύτερο κεφαλόσκαλο)
  • Βραχίονες ή κλαδοι: Είναι μια ομάδα σκαλοπατιών που βρίσκονται ανάμεσα στα πλατύσκαλα.
  • Ουρανός: Είναι η κάτω επιφάνεια της σκάλας (όταν η σκάλα δεν είναι σε επίχωση).
  • Φανάρι: Είναι το κενό που δημιουργείται μεταξύ δύο βραχιόνων, όταν η σκάλα έχει σχήμα Π.
  • Κεφαλόσκαλο: Είναι το τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας και βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το επίπεδο του ορόφου, στον οποίο καταλήγει η σκάλα.
  • Κιγκλίδωμα ή κάγκελο: Είναι η κατασκευή που προστατεύει τις ανοιχτές πλευρές της σκάλας. Παρόλα αυτά σε σκάλες με μεγάλο πλάτος, μπορεί να τοποθετηθεί κιγκλίδωμα και στο μέσο της σκάλας, προκειμένου να βοηθάει τον χρήστη κατά την ανάβαση και κατάβαση.
  • Ύψος σκάλας: Είναι η υψομετρική διαφορά (κάθετη απόσταση) μεταξύ των δύο πατωμάτων που συνδέει η σκάλα.
  • Ελεύθερο ύψος: Η κάθετη απόσταση από ένα πάτημα μέχρι τον ουρανό στην ίδια θέση.
  • Ανάπτυγμα ή μήκος σκάλας: Ονομάζεται το άθροισμα των πατημάτων και των πλατύσκαλων (αν υπάρχουν) της σκάλας κάθε ορόφου.
  • Βαθμιδοφόρος: Είναι το κεκλιμένο στοιχείο πάνω στο οποίο στηρίζονται στα σκαλοπάτια.
  • Χειρολισθήρας: Ονομάζεται το ανώτερο στοιχείο του κιγκλιδώματος, το οποίο πιάνει ο χρήστης κατά την ανάβαση ή κατάβαση.
Violet Room traditional bedroom

Τα υφάσματα toile (τουάλ), ή καλύτερα τα υφάσματα toile-de-Jouy, πρωτοεμφανίστηκαν στη Γαλλία και έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή στους κύκλους της γαλλικής αριστοκρατίας. 

Aπό τη γαλλική αριστοκρατία, στις αποικίες του Νέου Κόσμου.

Το ύφασμα toile (τουάλ), ή για την ακρίβεια το ύφασμα toile de jouy, "ανακαλύφθηκε" σε ένα χωριό της βόρειας Γαλλίας, στο Jouy-en-Josa, στα τέλη του 18ου αιώνα. Η λεξη toile, σημαίνει "ρουχο" στα γαλλικά και το Jouy δηλώνει το χωριό από όπου ξεκίνησε η παραγωγή του υφάσματος αυτού.

Το 1760, ο Christophe-Philippe Oberkampf ίδρυσε στο Jouy-en-Josa το κλωστουφαντουργείο του και ξεκίνησε τυπώματα πάνω σε βαμβακερά υφάσματα. Άρχικά τα τυπώματα γίνονταν με ξύλινες 'σφραγιδες΄ και για αυτό τα μοτίβα είχαν σχετικά μικρό μέγεθος.

Τα υφάσματα toile έγιναν σύντομα πολύ δημοφιλή ανάμεσα στους κύκλους της γαλλικής αριστοκρατίας. Έτσι ο Λουδοβίκος ο XVI, ενθουσιασμένος από τις toile δημιουργίες απένειμε βασιλικό έπαινο στο δημιουργό των υφασμάτων αυτών, στον Oberkampf δηλαδή.

Στην Αμερική, το υφασμα αυτό ηταν άγνωστο, ώσπου το έφερε από την Αγγλία ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, ώς δώρο για τη γυναίκα του. Η εξέλιξη αυτή είχε θετικές και αρνητικές επιπτώσεις για το μέλλον του υφάσματος. Από τη μία, διέδωσε το toile και το έκανε προσιτό σε περισσότερο κόσμο, από την άλλη όμως έγινε η αιτία για την παραγωγή φθηνότερων απομιμήσεων που τελικά "έκλεισαν" την επιχείρηση του Oberkampf (1840).

Γενικά το toile χρησιμοποιούνταν ως ύφασμα επιπλώσεων αλλά σύντομα τα μοτίβα μεταφέρθηκαν και στις ταπετσαρίες.

Θεματολογία:

Η θεματολογία των toile ηταν συνήθως εμπνευσμένη από τη ζωή στην εξοχή, από τη μυθολογία, από την καθημερινότητα των χωρικών, από τα βουκολικά τοπία, κλπ. Τα θέματα, σχεδόν πάντοτε απαπαριστούν μια ξέγνοιαστη και χαρούμενη ζωή.

Τα χρώματα:

Συνήθως, τα μοτίβα του Toile είχαν χρώμα μαύρο, κόκκινο και μπλέ και το φόντο ήταν λευκό ή κρεμώδες. Σπανιότερα, απαντώνται και άλλα χρώματα μοτίβων ενώ σήμερα υπάρχει πλήρης ελευθερία τόσο στο χρώμα των μοτίβων όσο και του φόντου.

πηγή στοιχείων: εδώ

Δημιουργήστε μια λιτή αλλά ταυτόχρονα ζεστή χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα χρησιμοποιώντας υλικά από τη φύση, όπως κλαδιά δέντρων, αντλώντας έμπνευση από τον κόσμο των παραμυθιών.

Το μυστηριώδες βελούδο, το εξωτικό μετάξι, το βαμβάκι, το φυσικό και τριζάτο λινό δίνουν μια όμορφη ματιά στις επιφάνειες που ενδύουν.

Υπάρχουν πολλά διαφορετικά υφάσματα που συνήθως κατηγοριοποιούνται ανάλογα με το υλικό των νημάτων τους ή ανάλογα με τον τρόπο ύφανσης τους. Τα κυριότερα υφάσματα που χρησιμοποιούνται στον εσωτερικό χώρο (στα έπιπλα, στις κουρτίνες, στα χαλιά, κλπ) είναι:

Το βαμβακερό (cotton):

Το πιο χρήσιμο, οικονομικό ύφασμα για την εσωτερική διακόσμηση (κουρτίνες, έπιπλα, καλύμματα, κλπ). Είναι εύκολο στο ράψιμο και διατηρεί αρκετά καλά το σχήμα του και το χρώμα του.

Κάτω εικόνα: Κάθισμα τύπου (Louis XVI) που εκπλήσει, καθώς για την ένδυση του χρησιμοποιήθηκε λευκό βαμβακερό ύφασμα, αντί για κάποιο άλλο πολυτελέστερο ύφασμα.

Το σενίλ (chenille):

Ονομάζεται αλλιώς, το "βελούδο του φτωχού". Στο παρελθόν κατασκευαζόταν από μετάξι ή μαλλί, αλλά σήμερα κατασκευάζεται κυρίως από βαμβάκι. Χρησιμοποιείται σε ταπετσαρίες, καλύμματα, τραπεζομάντιλα, κλπ.

Κάτω εικόνα: Ριχτάρι από σενίλ

Η λινάτσα (burlap):

Κατασκευάζεται από γιούτα και έχει μεγάλη αντοχή. Έχει ακατέργαστη εμφάνιση και γήινη αισθητική. Χρησιμοποιείται κυρίως για κουρτίνες.

Κάτω εικόνα: Κουρτίνες από λινάτσα

Το denim:

Ο όρος προέρχεται από το γαλλικό «de Nimes», δηλαδή την πόλη όπου για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε αυτό το ύφασμα για εργατικές φόρμες. Το ντένιμ εκτός από το παραδοσιακό μπλε χρώμα του τζην υπάρχει και σε πολλά άλλα χρώματα, μαύρο, λευκό, πράσινο. Είναι ένα σταθερό ύφασμα, πολύ ανθεκτικό για καθιστικά και παιδικά δωμάτια.

Κάτω εικόνα: Καναπές με ύφασμα denim

Το λινό:

Είναι ένα φυσικό ύφασμα με τσαλακωμένη όψη. Είναι εύκολο στο ράψιμο και κατάλληλο για κουρτίνες και περσίδες.

Το μετάξι:

Ανακαλύφθηκε από τους Κινέζους. Είναι ένα εκλεπτυσμένο και πολυτελές ύφασμα με υπέροχη υφή και λάμψη. Είναι ιδανικό για κουρτίνες, σεντόνια και μαξιλάρια. Οι διαφανείς χρωματιστές κουρτίνες δείχνουν εκθαμβωτικές. Για οικονομικότερες λύσεις υπάρχει και το συνθετικό μετάξι. Δίνει στα δωμάτια εκπληκτική εμφάνιση.

Το βελούδο:

Είναι εξεζητημένο, ραφινάτο και συνώνυμο της πολυτέλειας και της κομψότητας. Είναι αρκετά ανθεκτικό και αν τύχει καλής περιποίησης και χρήσης ένα σαλόνι από βαμβακερό βελούδο για παράδειγμα θα σας κρατήσει μια ζωή.

Κάτω εικόνα: Πολυθρόνες με επένδυση βελούδου

Το damask:

Παράγεται από μετάξι, μαλλί, λινό, βαμβάκι ή συνθετικές ίνες, με σχέδια που διαμορφώνονται στην ύφανση. Χρησιμοποιείται συνήθως για τραπεζομάντιλα ή καλύμματα κρεβατιών.

Το μπροκάρ (brocade):

Είναι παρόμοιο με το damask, αλλά βαρύτερο σε διάκοσμο με επιφάνεια που μοιάζει με κέντημα. Μια καλή επιλογή για τις ταπετσαρίες των παλαιών επίπλων και τα βαρύτιμα ριντώ.

Το tartan:

Είναι το παραδοσιακό σκωτσέζικο ύφασμα. Εκτός από μαλλί που είναι το παραδοσιακό νήμα, υπάρχουν υφάσματα ταρτάν από μετάξι ή βαμβάκι. Χρησιμοποιείται για ταπετσαρίες, κουβέρτες (μάλλινο ύφασμα), κουρτίνες, περσίδες, ριντώ (βαμβακερό ή μεταξωτό ύφασμα).

Το μάλλινο:

Είναι ένα από τα πιο ευπροσάρμοστα υφάσματα, γερό και ανθεκτικό. Το μαλλί αναμειγνύεται με συνθετικές ίνες για μεγαλύτερη αντοχή και ευκολότερο καθάρισμα. Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα χρήσεων ξεκινώντας από παχιά και τραχιά χαλιά μέχρι εξαιρετικά λεπτές κουρτίνες ή ελαφρές ταπετσαρίες.

Κάτω εικόνα: Μάλλινα μαξιλάρια

Η ταπισερί:

Χειροποίητο είτε μηχανοποίητο ύφασμα. Το στημόνι του (από λινό ή βαμβάκι) και το υφάδι του (συνήθως από μαλλί ή βαμβάκι και μερικές φορές από μετάξι, χρυσό και ασήμι) δημιουργούν μια πολύχρωμη εικόνα ή μια σκηνή. Κατάλληλο για παραδοσιακή χρήση (και όχι μόνο) σε ταπετσαρίες τοίχων, υφάσματα επιπλώσεων, μαξιλάρια και κουρτίνες.

Κάτω εικόνα: Ταπισερί σε κατοικία σύγχρονου ύφους

Συνθετικά υφάσματα:

Χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο των σπάνιων και ακριβών υλικών. Μερικά συνθετικά υφάσματα είναι:

  • Alcantara: ένα σύνθετο, μη - υφαντό, ευπροσάρμοστο ιαπωνικό υλικό. Αποτελείται από πολυεστέρα και πολυουρεθάνη, γι 'αυτό έχει αυξημένη αντοχή και αντίσταση στους λεκέδες. Είναι ιδανικό για ύφασμα επιπλώσεων.
  • Rayon: ένα πολύ μαλακό, χυτό ύφασμα, εύκολο στο ράψιμο, για πολλές χρήσεις.
  • Suede: είναι ένα μαλακό ύφασμα, όπως το βούτυρο, σε μια μεγάλη ποικιλία χρωμάτων. Είναι ιδανικό για ταπετσαρίες, παπλωματοθήκες, και μαξιλάρια.
  • Taffeta: είναι ένα τριζάτο, λείο, λαμπερό ύφασμα από μετάξι ή από συνθετικές ίνες.

Οικολογικά υφάσματα:

Κατασκευάζονται από ίνες που προέρχονται από φυτά που έχουν καλλιεργηθεί με ελάχιστη χρήση χημικών ουσιών και φυτοφαρμάκων στο έδαφος και έχουν βαφεί με οικολογικές βαφές. Οικολογικές ίνες θεωρούνται: η γιούτα, η κάνναβη, το οργανικό βαμβάκι, ο ανακυκλωμένος πολυεστέρας, η ίνα από μπαμπού, το οργανικό μαλλί, το λινό, το μετάξι, η ίνα τσουκνίδας, κλπ.

Η φλοκάτη ή αλλιώς βελέντζα είναι ένα χνουδωτό, αφράτο και ζεστό χαλί φτιαγμένο από 100% μαλλί.

Η προέλευση της φλοκάτης

Η κατασκευή της φλοκάτης ξεκίνησε εδώ και εκατοντάδες χρόνια από τους Βλάχους της Πίνδου. Η κατασκευή της χρονολογείται από τον 5ο αιώνα μ.Χ (πηγές: εδω και εδώ ). Χρησιμοποιούνταν ώς ενδυμασία από τους Βλάχους βοσκούς που είχαν ανάγκη από ζεστά υφάσματα στις χαμηλές θερμοκρασίες του βουνού, αλλά και για το στρώσιμο των δαπέδων, ως κουβέρτες και στρωσίδια ύπνου.

Σήμερα, η φλοκάτη πωλείται σε όλο τον κόσμο, και είναι γνωστή ως ένα αυθεντικό ελληνικό προϊόν.

Από πού προέρχεται η λέξη Φλοκάτη

Η λέξη φλοκάτη είναι παράγωγο της λατινικής λέξης Floccus που σημαίνει χνούδι υφάσματος (υπερλεξικό των εκδόσεων Παγουλάτου). Η φλοκάτη δηλαδή είναι ένα μάλλινο ύφασμα με φλόκες.

Από τι υλικό κατασκευάζεται ;

Η αυθεντική φλοκάτη κατασκευάζεται από 100% μαλλί (τόσο οι ‘φλόκοι’ όσο και η βάση της). Σήμερα κατασκευάζονται και συνθετικές φλοκάτες (πλήρως συνθετικές ή με ένα ποσοστό συνθετικών νημάτων) αλλά σε σχέση με τις μαλλινες φλοκάτες, οι συνθετικές είναι κατώτερης ποιότητας.

Η αυθεντική μάλλινη φλοκάτη είναι αφράτη ενώ το μαλλί βοηθάει στην εύκολη απομάκρυνση των λεκέδων και της σκόνης. Έτσι, μπορεί να τοποθετηθεί ακόμα και σε πολυσύχναστα σημεία του σπιτιού.

Πώς κατασκευάζεται ;

Η φλοκάτη παραδοσιακά υφαινόταν στον αργαλειό. Η διαδικασία όμως δεν τελείωνε με την ύφανση των μάλλινων νημάτων καθώς στη συνέχεια η φλοκάτη έπρεπε να «χτυπηθεί» και να πλυθεί σε κρύο νερό. Ουσιαστικά, μόνο μετά την επεξεργασία μέσα στο νερό, η φλοκάτη διογκωνόταν, έδεναν οι κόμποι και τα νήματα μεταξύ τους, και το χαλί γινόταν αφράτο και απαλό. Η επεξεργασία της φλοκάτης γινόταν στις νεροτριβές (μπατάνια και δριστέλλες) όπου ακόμα και σήμερα συνεχίζει να γίνεται το πλύσιμο των χαλιών αυτών.

Το αρχικό χρώμα της φλοκάτης είναι υπόλευκο, αλλά μπορεί να χρωματιστεί και να αποκτήσει σχεδόν οποιαδήποτε απόχρωση (μπλε, φούξια, πράσινη, κίτρινη, κλπ).

Τέλος, η ποιότητα της φλοκάτης ορίζεται από το βάρος της, και όσο πιο βαριά τόσο πιο ακριβή.

Λαογραφικά στοιχεία:

Από την ιστοσελίδα Vlaxoi.net μάθαμε ότι κατά την τελετή των αρραβώνων, στην είσοδο της καλύβας κρέμονταν μια κόκκινη φλοκάτη (τσιόργκα) από την προίκα της νύφης. Στην προίκα της νύφης συμπεριλαμβάνονταν και τα δώρα προς όλους τους συγγενείς. Τα δώρα αυτά ήταν λευκή φλοκάτη για το πεθερό και τον κουμπάρο και κόκκινη φλοκάτη για τα αδέλφια του γαμπρού και τους θείους.

Τη νύφη ανέβαζε σε ένα άσπρο άλογο ο πατέρας της ή τα αδέλφια της και καθώς αυτή ανέβαινε στο άλογο, αριστερά και δεξιά οι συγγενείς κρατούσαν ανοιχτές φλοκάτες για να μη φανούν τα πόδια της. 

Στο βιβλίου του Ν.Κρυστάλλη "Οι βλάχοι της Πίνδου" (εκδόσεις Δαμιανός) διαβάσαμε ότι οι ευπορώτεροι βλάχοι φορούσαν ως πανωφόρι μελανόχρωμη φλοκάταν, έξωθεν πεποικιλμένην και έσωθεν πλήρη μάλλινων θυσάνων (φλόκου). Η τάξη των εμπόρων (όχι η τάξη των ποιμένων) ασχολούνταν με τη βιομηχανία των μάλλινων υφασμάτων. Τα υφάσματα αυτά πωλούνταν στις αγορές της Κόνιτσας, των Ιωαννίνων, των Γρεβενών, της Βιτώλιας, των Τρικάλων, της Καρδίτσας, της Λάρισας, του Βόλου, της Λαμίας, της Αταλάντης, της Λειβαδιάς και των Θηβών.

Στο ίδιο βιβλίο διαβάσαμε ότι η φλοκάτη ονομαζόταν αλλιώς και σάρικα.

Πώς καθαρίζεται η φλοκάτη ;

Το μαλλί της φλοκάτης έχει την ιδιότητα να καθαρίζεται εύκολα από σκόνες και λεκέδες. Έτσι κατά τη διάρκεια του έτους μπορεί τακτικά να τινάζεται. Μερικοί υποστηρίζουν, ότι κατά το τίναγμα καλό είναι η φλοκάτη να βρέχεται ελαφρά ώστε το μαλλί να ξαναγίνεται αφράτο.

Μετά από ένα χρόνο ενδεχόμενα να χρειάζεται πλύσιμο. Το πλύσιμο γίνεται στην μπανιέρα (πάτημα με τα πόδια) ή ακόμα καλυτερα στις παραδοσιακές νεροτριβές.

Η «Βιοκαρπέτ» ξεκίνησε από τη Σαμαρίνα και από τις... βλάχικες φλοκάτες

Διαβάσαμε στο βιβλίο "Αρμάνοι, Οι βλάχοι" (συγγραφέας: Ν.Ι Μέρτζος, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Ρέκος Ε.Π.Ε) ότι ο Ιωάννης Καντώνιας, που καταγόταν από το χωριό Σαμαρίνα εμπορευόταν προπολεμικά φυτικές βαφές μαλλιού, στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας και πολύ σύντομα ίδρυσε στην γενέτειρα του (τη Σαμαρίνα) μια προηγμένη οικοτεχνία υφαντουργίας που παρήγαγε βλάχικες φλοκάτες και κιλίμια.

Το 1946 δημιούργησε στη Λάρισα μια νηματουργία που παρήγαγε και εξήγαγε φλοκάτες. Η μονάδα αυτή μετονομάστηκε το 1970 σε ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ και συνεχίζει να παράγει ακόμα και σήμερα φλοκάτες. Η κατασκευή βασίζεται στις λεπτομέρειες και στα μυστικά της παραδοσιακής τεχνικής που κάνουν άλλωστε την αυθεντική φλοκάτη να ξεχωρίζει.

Η Φλοκάτη σήμερα

Η φλοκάτη είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής στο εξωτερικό κατά τη δεκαετία του 70 και έτσι κατα τις επόμενες δεκαετίες το ενδιαφέρον μειώθηκε καθώς θύμιζε το ρετρό στυλ του 70 ή ταυτιζόταν αποκλειστικά με το χωριάτικο στύλ. Όμως, όπως όλα τα ποιοτικά προϊόντα, έτσι και η φλοκάτη κατάφερε να επιβιώσει, να ξεπεράσει τα "στυλ" και να γίνει πλέον κλασική.

Η φλοκάτη σήμερα, μπορεί να ταιριάξει σε σύγχρονους χώρους αλλά και σε ρουστίκ, στο καθιστικό αλλά και στην κρεβατοκάμαρα, σε επίσημους χώρους αλλά και σε πολυσύχναστους διαδρόμους.

Κάτω εικόνα: Λευκή φλοκάτη σε καθιστικό σύγχρονου ύφους. Το μάλλινο αυτό χαλί ζεσταίνει το ψυχρό, ολόσωμο δάπεδο.

Τελευταίες Απαντήσεις

Decosoup.com

Decobook.gr
© Copyright 2010 - DecoBook. All Rights Reserved